- σφέκλη
- ἡ, Αβλ. φέκλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφέκλη — faecula fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφέκλην — σφέκλη faecula fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφέκλης — σφέκλη faecula fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφέκλα — σφέκλᾱ , σφέκλη faecula fem nom/voc/acc dual σφέκλᾱ , σφέκλη faecula fem nom/voc sg (doric aeolic) σφέκλον speculum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέκλη — ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α το κατακάθι τού κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»] … Dictionary of Greek